βαδιστός

βαδιστός
η , ό[ν] доступный для пешехода, проходимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βαδιστός" в других словарях:

  • βαδιστός — βαδιστός, ή, όν (Α) [βαδίζω] (για ποταμό) εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί με τα πόδια (χωρίς σχεδίες) …   Dictionary of Greek

  • βαδιστά — βαδιστά̱ , βαδιστής goer masc nom/voc/acc dual βαδιστής goer masc voc sg βαδιστής goer masc nom sg (epic) βαδιστός that can be passed on foot neut nom/voc/acc pl βαδιστά̱ , βαδιστός that can be passed on foot fem nom/voc/acc dual βαδιστά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβάδιστος — ον, Α πολύβατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. ταχυ βάδιστος] …   Dictionary of Greek

  • ταχυβάδιστος — ον, Α αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχυβάμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. πολυ βάδιστος] …   Dictionary of Greek

  • θεοβάδιστος — η, ο (Μ θεοβάδιστος, ον) (για τόπους) αυτός στον οποίο βάδισε, περπάτησε ο θεός («το θεοβάδιστο όρος Σινά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βαδιστός (< βαδίζω)] …   Dictionary of Greek

  • βαδισταί — βαδιστής goer masc nom/voc pl βαδιστός that can be passed on foot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδιστήν — βαδιστής goer masc acc sg (attic epic ionic) βαδιστός that can be passed on foot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»